- αποθηρίωση
- ηεξαγρίωση, μανιακή οργή: Ο δικτάτορας είχε στιγμές θυμού που έφταναν την αποθηρίωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποθηριώσῃ — ἀποθηριώσηι , ἀποθηρίωσις changing into a wild beast fem dat sg (epic) ἀποθηριόω change into a beast aor subj mid 2nd sg ἀποθηριόω change into a beast aor subj act 3rd sg ἀποθηριόω change into a beast fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποθηριώσῃ , ἀποθηριόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβαρβάρωση — η η μεταβολή σε βάρβαρο, αποθηρίωση, αποκτήνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)